τρανσυλβανικός

τρανσυλβανικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή τής Ρουμανίας Τρανσυλβανία («Τρανσυλβανικές Άλπεις»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”